- αλλάντες
- οι (πληθυντικός τού αρχαίου ἀλλᾶς, νεοελλ. αλλάντας)τα αλλαντικά*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλλᾶντες — ἀλλᾶς force meat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλάς — ἀλλᾶς ( ᾶντος), ο (Α) 1. λουκάνικο, αιματιά, σουτζούκι 2. πληθ. οι αλλάντες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλλᾶς είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως, πράγμα που ισχύει και για πολλές άλλες λέξεις που έχουν σχέση με τη μαγειρική. Συνήθως η λ. ανάγεται σε… … Dictionary of Greek